- ενασμενίζομαι
- находить, испытывать, получать удовольствие;
ενασμενίζομαι εις την μουσικήν — находить удовольствие в музыке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενασμενίζομαι εις την μουσικήν — находить удовольствие в музыке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενασμενίζω — και ενασμενίζομαι (AM ἐνασμενίζω) ευχαριστούμαι με κάτι, ικανοποιούμαι, αισθάνομαι χαρά, τό δέχομαι ευχάριστα και πρόθυμα («συμποσίοις ἐπικαίροις ἐνασμενίζω», Φίλ.) νεοελλ. ενασμενίζομαι σεμνύνομαι, καυχιέμαι, καμαρώνω για κάτι, (κυρίως ανάρμοστα … Dictionary of Greek